- φιλαλλογενής
- φιλ-αλλο-γενής, ές, Fremde liebend, Freund der Fremden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιλαλλογενής — ές, Α αυτός που αγαπά τους αλλογενείς, τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀλλογενής «αλλόφυλος, ξένος»] … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek